-
1 σπάζω
1. μετ.1) ломать; бить, разбивать; разрывать (верёвку, нитку и т. п.); 2) прорывать (оборону); 3) мучить, изнурять; μ' έσπασε στη δουλειά он меня замучил работой;§ σπάζω κέφι — веселиться, развлекаться;
τα σπάζω — кутить, предаваться шумному веселью;
σπάζω τό κεφάλι μου — ломать голову (над чём-л.);
σπάζω κάποιον στο ξύλο — жестоко избивать кого-л.;
2. αμετ.1) ломаться; разбиваться; разрываться, лопаться (о верёвке и т. п.); 2) быть прорванным (об обороне и т. п.); 3) утомляться, надрываться, изнурять себя; έσπασα στη δουλειά я надорвался на работе; 4) спадать, идти на убыль; εσπασε η ζέστη жара спала; § εσπασε ο πάγος лёд тронулся; έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του! а) наконец-то все трудности позади; б) наконец счастье мне улыбнулось! -
2 σπάζω
1) briser2) casser -
3 σπάζω
1) łamać czas.2) rozbijać czas.3) roztrzaskiwać czas.4) tłuc czas.5) złamać czas. -
4 σπάζω
-
5 σπάζω
1) break2) crack3) smashΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπάζω
-
6 lámat
σπάζω -
7 přelomit
σπάζω -
8 přetrhnout
σπάζω -
9 rozbíjet
σπάζω -
10 rozlámat
σπάζω -
11 rozlousknout
σπάζω -
12 zlámat
σπάζω -
13 łamać
σπάζω -
14 złamać
σπάζω -
15 отламывать
σπάζω, διασπώ (με σπάσιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отламывать
-
16 переломать
σπάζω, θραύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переломать
-
17 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
18 обломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломанный, βρ: -ман, -а, -о.1. σπάζω ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ•обломать кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους.
2. μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. || κάμπτω την αντίσταση.εκφρ.обломать бока – σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)•дело – χαλώ την υπόθεση•обломать зубы – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω).θραύομαι, σπάζω. -
19 разбить
разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -оρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•разбить камень σπάζω πέτρα•
разбить тарелку σπάζω πιάτο•
в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.
|| μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.
|| μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.2. χτυπώ δυνατά•разбить голову σπάζω το κεφάλι•
разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.
3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.
|| αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•-ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.
|| χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).8. χωρίζω με διαστήματα.9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.10. (ιατρ.) προσβάλλω•отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.
1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•
разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.
2. μτφ. καταστρέφομαι•жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.
3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.
4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.
5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο. -
20 расколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколоченный, βρ: -чен, -а, -о, - ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•расколотить ящик σπάζω το κιβώτιο•
расколотить камень σπάζω την πέτρα•
расколотить тарелку σπάζω το πιάτο.
|| πλατύνω με σφυρηλάτηση.2. χτυπώ δυνατά•он -ил лоб αυτός χτύπησε δυνατά στο μέτωπο.
3. μτφ. (απλ.) συντρίβω, τσακίζω•расколотить неприятеля τσακίζω τον εχθρό.
1. σπάζω, θραύομαι• τσακίζομαι.2. απλώνω, τεντώνω, ευρύνομαι•сапоги -лись οι μπότες άνοιξαν.
См. также в других словарях:
σπάζω — και σπάω και σπάνω έσπασα, σπάστηκα, σπασμένος 1. μτβ. και αμτβ., τσακίζω, θραύω: Πέταξε το ποτήρι στον τοίχο και το έσπασε. – Έσπασαν τα αβγά. 2. μτφ., «Σπάζω το ρεκόρ», ξεπερνάω την επίδοση που έχει επιτευχθεί σε κάποιο αγώνισμα· «Σπάζω το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάζω — 1 → δες σπάω 2 έσπασα, σπασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπάζω : λιγότερο εύχρηστος τύπος σε σχέση με το σπάω. Στη λογοτεχνική γλώσσα απαντάται και ο τύπος σπω (Σπούσαν πίσω της αφάνες φως [Ελύτης, σελ. 77]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… … Dictionary of Greek
κατακλώ — κατακλῶ, άω (Α) 1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.) 2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.) 3. καθιστώ κάποιον μαλθακό 4. παθ. κατακλῶμαι, άομαι α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα»,… … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek